συναπωθώ

συναπωθώ
-έω, ΜΑ
απωθώ μαζί με κάποιον ή συγχρόνως («τῆς νεὼς ἐπικλυσθείσης καὶ τοῡ κύματος συναπώσαντος», Λουκιαν.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”